Μια μέρα όταν ήμουνα τεσσάρων, πήγα και άνοιξα μόνος μου την τηλεόραση. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι ή ίσως θέλω να θυμάμαι ότι δεν ήταν κανείς. Οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις της εποχής άνοιγαν βασανιστικά αργά. Μέχρι να έρθει στα μάτια σου η εικόνα, περίμενες ολομόναχος μπροστά στο γιγάντιο κουτί, το οποίο -επειδή ήσουν τεσσάρων- είχε περίπου το ίδιο ύψος με σένα. Όσο περίμενα, ευχόμουν να μην έχει ειδήσεις ή κανένα ελληνικό σήριαλ απʼ αυτά που μου αποδείκνυαν ότι το να μεγαλώνεις είναι να αποδέχεσαι κάτι απελπιστικά βαρετό ως ενδιαφέρον και να κάθεσαι εκεί μπροστά του ανήμπορος.
Και τότε βρέθηκα μπροστά σε μια εικόνα τόσο συντριπτική, που δεν την ξέχασα ποτέ και που μπορεί να μου άλλαξε τη ζωή. Ένας φαλακρός άνθρωπος, με σγουρά μαλλιά που κάλυπταν το πίσω μέρος του κεφαλιού του, έτρεχε για να ξεφύγει από κάτι μουστακαλήδες με χασαπομάχαιρα, που τον κυνηγούσαν. Από πίσω ακουγόταν μια μουσική τσίρκου, ένα ξέφρενο πράγμα που έκανε το τρέξιμο απελπιστικά αστείο και συνεπές με τον ρυθμό που θέλει ένα παιδάκι να έχουν τα πράγματα. Ξαφνικά κι ενώ η σύλληψη του φαλακρού έδειχνε αναπόφευκτη, εμφανίστηκε μπροστά του μια βάρκα, παρκαρισμένη στη στεριά. Ο φαλακρός, διακόπτοντας για λίγο το τρέξιμό του, μπήκε μέσα της και άρχισε να κωπηλατεί στον αέρα. Η βάρκα φυσικά δεν κουνήθηκε απʼτη θέση της, οι διώκτες όμως για λίγο έμειναν εμβρόντητοι να τον κοιτάζουν.
Εκείνος –αφού είχε καταφέρει με μια πράξη καθαρής τρέλας να παγώσει το χρόνο-
σηκώθηκε απʼτη βάρκα και έφυγε, ξεφεύγοντάς τους τελικά.
Έκλεισα την τηλεόραση και άρχισα να τρέχω σʼόλο το σπίτι, ανυπομονώντας περισσότερο από ποτέ να επιστρέψει ο πατέρας μου. Μόλις επιτέλους γύρισε, λαχανιασμένος και χωρίς να παίρνω ανάσα του διηγήθηκα την εικόνα που με είχε τρελάνει και εκείνος με το πιο φυσιολογικό ύφος του κόσμου, μου είπε: «Αυτός που είδες, πρέπει να ήταν ο Βέγγος.»
Μα πού τον ήξερε; Κι αφού τον ήξερε, πώς είναι δυνατόν να κάνει οτιδήποτε άλλο απʼτο να μιλάει γιʼαυτόν, να βλέπει τις εικόνες του και μετά να τρέχει πάνω κάτω σʼόλο το σπίτι; Εγώ πάντως είχα αποφασίσει πως αυτό ήθελα να κάνω σε όλη μου τη ζωή.
Από τότε περίμενα κάθε Παρασκευή να βγει η «Ραδιοτηλεόραση» για να δω μήπως μέσα στο πρόγραμμα υπήρχε κάποια φωτογραφία του. Οι πρώτες λέξεις που έμαθα να διαβάζω ήταν «τρελός», «Θανάσης» και «Βέγγος». Και η πρώτη μου συναίσθηση του προγραμματισμένου καθήκοντος ήταν όταν διάβαζα την ώρα προβολής κάποιας ταινίας του. Με το που γινόταν κάτι τέτοιο περίμενα, σαν ορκισμένος, τη μέρα και την ώρα, για να δω το καινούργιο τρέξιμο, την καινούργια διαφυγή και νʼαρχίσω να καλπάζω πάλι σαν τρελός σε όλο το σπίτι. Για πρώτη φορά μάλιστα ήμουν ανυπόμονος να με στείλουν στο ψιλικατζίδικο ή στο φούρνο, γιατί θα μπορούσα να το κάνω τρέχοντας, σταματώντας για λίγο, κάνοντας κάτι τελείως παράλογο και συνεχίζοντας ασταμάτητος.
Πολύ αργότερα και αφού είχα βρει έναν πιο ενήλικο τρόπο να παγώνω τον χρόνο –την τραγουδοποιία- κάλεσα τον Βέγγο να πει ένα τραγούδι σ΄ έναν δίσκο μου. Είχα πει τόσα ψέματα στους συμμαθητές μου στο σχολείο (ότι ήταν θείος μου, οικογενειακός μας φίλος, ότι κάναμε μαζί το καλοκαίρι διακοπές), που για να τα ισοσταθμίσω, έπρεπε να τον γνωρίσω πραγματικά.
Ήταν 1994 και είχα φτιάξει ένα τραγούδι ραπ, επηρεασμένος από τις πρώτες ακροάσεις χιπ-χοπ με φίλους απʼτην Καλλιθέα (ένας απʼαυτούς ήταν κι ο Πρύτανης των μετέπειτα Ημισκουμπρίων). Όταν είδα πως δυσκολευόμουν να καβαλήσω τρέχοντας τον χρόνο με τον οποίο έπεφταν οι συλλαβές πάνω στο μπιτ, σκέφτηκα πως μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να με βοηθήσει.
Το πώς τον βρήκαμε και πώς δέχτηκε να τραγουδήσει, είναι μια ιστορία με τη δική της αξία στη ζωή μου, οπότε δεν βρίσκω το λόγο –ακόμα- να την μοιραστώ.
Αυτό όμως που μπορώ να σας διηγηθώ, είναι το τι συνέβη όταν ήρθε τελικά στο στούντιο. Ανήσυχοι, ο Θύμιος, ο Σωτήρης Παπαδόπουλος κι εγώ, βάλαμε το τραγούδι να παίζει.
Ο Βέγγος είχε μια σχεδόν πανικόβλητη έκφραση στο πρόσωπό του, κοίταζε δεξιά κι αριστερά σαν χαμένος. Αισθάνθηκα φρικτά. Το ψέμα της παιδικής μου ηλικίας, μάλλον ήταν γραφτό να παραμείνει ψέμα. Σηκώθηκα αποφασιστικά και του είπα « Κύριε Βέγγο, αν δεν σας αρέσει το τραγούδι, στʼ αλήθεια δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεστε υποχρεωμένος να το πείτε.» Με κοίταξε σαν να τον ξυπνούσα από όνειρο και είπε «Όχι, δεν φταίει το τραγούδι. Το στούντιο θέλει σφουγγάρισμα!»
Μας ζήτησε, λοιπόν, σφουγγαρίστρα και κουβά και αφού έκανε τον θάλαμο λαμπίκο, μπήκε και το τραγούδησε με την πρώτη.
Δεν έβγαλα καμιά φωτογραφία εκείνη τη μέρα. Θα ήταν πολύ χαζό να προσπαθήσω να παγώσω τον χρόνο και μʼαυτόν τον τρόπο. Ειχαμε αποτυπώσει το τρέξιμο του Βέγγου σε μια ηχογράφηση. Κι αυτό ήταν αρκετό.
Αυτός είναι ο δικός μου μικρός ήρωας. Ο άνθρωπος που μου έμαθε πως ό,τι και να σε κυνηγάει (τα χρέη, το άδικο, o εαυτός σου, ο χρόνος τελικά) υπάρχει μόνο ένας τρόπος να του ξεφύγεις, εκτός φυσικά απʼ το τρέξιμο: η άνευ όρων εμπιστοσύνη στην απόλυτα δική σου τρέλα.
Φοίβος Δεληβοριάς
περιοδικό "Pepper", Θεσσαλονίκη | Δεκέμβριος 2010